Listly by Penelope Papailias
Ακουλούθουν τα talking points της παρουσίασής μας (Πηνελόπη Παπαηλία, papailia@uth.gr & Πέτρος Πετρίδης, petros.petridis@gmail.com) με τίτλο "Ανθρωπολογία, Ψηφιακή εθνογραφία και Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Σπουδές" που έγινε στο πλαίσιο της ημερίδας «Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες στην Ελλάδα: προβληματισμοί και προκλήσεις». H ημερίδα διοργανώνεται από Το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) με αφορμή το Ερευνητικό Πρόγραμμα "Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο."
Πότε: Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου 2018
Που: Αμφιθέατρο της Νέας Βιβλιοθήκης της ΑΣΚΤ (κτίριο οδού Πειραιώς 256, Ρέντης).
Προτεινόμενη αναφορά: Παπαηλία, Π., & Πετρίδης, Π. (2018, Φεβρουάριος 16). 6 τρόποι που τα Digital Humanities ανανεώνουν την Ανθρωπολογία (& vice-versa) e-flux. Ανάκτηση από https://list.ly/list/1xfH-5-tropoi-pou-ta-digital-humanities-ananeonoun-tin-anthropologia-and-vice-versa.
Η Ανθρωπολογία βρίσκεται σε αμφίσημη θέση όσον αφορά τα Digital Humanities. Η πιο ανθρωπιστική από τις κοινωνικές επιστήμες (λέγεται Ανθρωπο-λογία after all), είναι κληρονόμος της κειμενικής παράδοσης της ταξιδιωτικής γραφής και των φιλοσοφικών κειμένων για την ουτοπία. O Μαλινόφσκι καθιέρωσε την ιδέα του Πεδίου με προδιαγράφες Αρχείου, εντάσσοντας την Ανθρωπολογία του 20ου αιώνα στο παράδειγμα του ιστορικισμού, του εμπειρισμού και της κειμενοποίησης με τον Ανθρωπολόγο στη θέση του Ιστορικού, Φιλολόγου και Αρχειονόμου των Λαών χωρίς Ιστορία (σ.3).
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχάσουμε το πειραματικό παρελθόν της ανθρωπολογίας και τις καταβολές της από τις φυσικές επιστήμες. Ο Μπόας σπούδασε φυσική, πειραματική ψυχολογία και γεωγραφία πριν καταπιαστεί με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η δομιστική θεωρία των δυαδικών και αντιθετικών σχέσεων του Λέβι-Στρως θυμίζει τη διαλεκτική μεταξύ 0 και 1, τη βασική αρχή της ψηφιακότητας, ενώ ο ίδιος ονειρευόταν έναν υπολογιστή I.B.M. για να επεξεργάζεται τις συσχετίσεις των συμβολικών μονάδων (μυθήματα). Μάλιστα στην πρόδρομη φάση των humanities computing, οι ανθρωπολόγοι πήραν ενεργό μέρος με την πολλά υποσχόμενη προοπτική διαχείρισης και ανάλυσής ενός τεράστιου όγκου κειμενικού-γλωσσικού υλικού με τη χρήση των υπολογιστών.
Στη συνέχεια με την ερμηνευτική του Geertz (που άλλαξε την κυρίαρχη μεταφορά από τη Γλώσσα στο Κείμενο, από τη φιλολογία στη λογοτεχνική κριτική) υποτίθεται ότι «νικήθηκε» μια για πάντα η «κακιά» και «κρύα» θετικιστική πλευρά της Ανθρωπολογίας (η "πυκνή περιγραφή" πήρε τη θέση της "κοινωνικής μηχανικής"). Αργότερα με την αναστοχαστική στροφή και τις επιρρόες των διεπιστημονικών μετααποικιακών και πολιτισμικών σπουδών και της φεμινιστικής θεωρίας, ο ιστορικισμός της επιστήμης (η ετερότητα ως 'άλλος χρόνος'), όπως και ο εμπειρισμός, τα δεδομένα, το ίδιο το Πεδίο, έγιναν στόχος έντονης κριτικής.
Έτσι σήμερα βλέπουμε το εξής παράδοξο: Η Ανθρωπολογία στην ουσία απουσιάζει από το τραπέζι των DH, ενώ ίσως είναι η πιο αναγκαία συνομιλήτρια, για τουλάχιστον δυο λόγους: σε μια εποχή υπερ-ειδίκευσης, είναι η κατεξοχήν επιστήμη του ερασιτεχνισμού και της "μαθητείας", ενώ το βασικό αντικείμενό της είναι το παρόν, η σύγχρονη συνθήκη.
Αυτή η αδιαφορία της Ανθρωπολογίας για τα DH πιστεύουμε ότι δεν έχει να κάνει μόνο με την «τυπική» καταχώρησή της στις Κοινωνικές Επιστήμες (όπως στα περίφημα dropdown μενού των αιτήσεων χρηματοδόδησης στο ΕΛΙΔΕΚ) ούτε αποκλειστικά με την τεχνοφοβία πολλών ανθρωπολόγων όσον αφορά το αντικείμενο της μελέτης τους (ιστορικά αναζητούσαν την πολιτισμική αυθεντικότητα στον αντίποδα της [δυτικής] τεχνολογικής διαμεσολάβησης). Το κρίσιμο ζήτημα (στις ΗΠΑ) φαίνεται να είναι ότι η "επιβίωση" της Ανθρωπολογίας στο νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο δεν εξαρτάται, όπως της Ιστορίας ή των Λογοτεχνικών Σπουδών, πρωτίστως από την υπόσχεση των ψηφιακών μέσων, αλλά από την ελεύθερη αγορά και την τάση για εθνογραφία-«αποκοπή» στο πλαίσιο του μάρκετινγκ και του ντιζάιν.
H μη επαφή με τη συζήτηση για τα DH, όμως, έχει επιπτώσεις για την Ανθρωπολογία: σημαίνει ότι ο επίμονος βιβλιοκεντρισμός της ανθρωπολογίας και της εθνογραφικής μεθόδου, με τα όσα αυτός συνεπάγεται για την κατανόηση των βασικότερων μας κατηγοριών - της υποκειμενικότηας, της συσχετικότητας, της αφήγησης, δεν γίνεται αντικείμενο αναστοχασμού, προβληματισμού και αποδόμησης.
Η Ανθρωπολογία κατά την αποψή μας χρειάζεται τα DH όχι για να φτιάξει εντυπωσιακές εφαρμογές με εθνογραφικά δεδομένα, αλλά για να ταρακουνήσει και πάλι τα επιστημολογικά της θεμέλια.
Μια πτυχή της συνομιλίας της ανθρωπολογίας με τα μεγάλα δεδομένα (big data) αφορά στη μεθοδολογία. Πρέπει η Ανθρωπολογία να συνομιλήσει με τα μεγάλα δεδομένα; Αρκούν οι παραδοσιακά λίγοι συνομιλητές και οι κοινότητες μικρής κλίμακας; Τι γίνεται με τον τεράστιο όγκο δεδομένων (π.χ. χιλιάδες tweets);
Η απάντησή μας εδώ είναι θετική. Η εθνογραφία μπορεί να αποκομίσει οφέλη από τη διάγνωση μοτίβων και τις ποσοτικές προσεγγίσεις (δεν είναι η πρώτη φορά που θα υπάρξει τέτοια συνεργασία) ενώ παράλληλα, όπως ισχυρίζεται η Tricia Wang χρησιμοποιώντας τον όρο thick data η εθνογραφία μπορεί να προσφέρει το πλαίσιο κατανόησης που συχνά, αν όχι πάντα, στερούνται οι ποσοτικές αναλύσεις. Τα μεγάλα δεδομένα αποκαλύπτουν πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο εύρος κόμβων που παράγουν δεδομένα, ενώ η εθνογραφία μπορεί να αποκαλύψει το κοινωνικό πλαίσιο και να φωτίσει τις συνδέσεις μεταξύ αυτών των κόμβων.
Ωστόσο, θεωρούμε ότι το βασικό μας εργαλείο παραμένει η εθνογραφική έρευνα με συμμετοχική παρατήρηση και οι σημαντικότερες μεθοδολογικές προκλήσεις αφορούν στην πολυτοπική και πολυμεσική μορφή που αναπόφευκτα παίρνει στο πλαίσιο της ψηφιακής συνθήκης. Εντούτοις, οι διαδικασίες ποσοτικοποίησης δεν μας απασχολούν μόνο σε μεθοδολογικό επίπεδο, αλλά και ως πολιτισμικό φαινόμενο. Μας ενδιαφέρει η εμπλοκή της ανθρώπινης σωματικότητας και σκέψης με τα μεγάλα δεδομένα, όπως για παράδειγμα στο κίνημα του ποσοτικοποιημένου εαυτού.. Η καταγραφή και μέτρηση σωματικών φυσικών και άλλων δεδομένων (datatracking / lifelogging) και η εν συνεχεία στατιστικοποίηση και αριθμητική αναπαράσταση του εαυτού. Οι βασικές ιδεολογικές γραμμές των εμπλεκομένων εστιάζουν στο να γνωρίζεις τον εαυτό σου (ένα γνώθι σ’ αυτόν της ύστερης νεωτερικότητας, αυτογνωσία διαμέσου των αριθμών είναι το μότο του κινήματος). Με κύριο άξονα την υγεία και την ευεξία τα μέλη του κινήματος καταγράφουν, μελετούν και διαμοιράζονται δεδομένα του ύπνου τους, του κλάματός τους, του βαδίσματός τους κ.ο.κ.
Τι νέες αντιλήψεις για τον εαυτό και το σώμα αναδύονται, τι νέες μορφές υποκειμενικότητας και συμμετοχικής επιτήρησης συγκροτούνται; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε όπως η Patricia Clough και οι συνεργάτες της για ένα datalogical turn, για μια στροφή προς μια νέα οντολογία των δεδομένων;
Εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα των αλγορίθμων (αλγοριθμοποίηση του πολιτισμού, της ταυτότητας, αλγοριθμική στροφή). Η έννοια του αλγοριθμικού πολιτισμού έχει αναπτυχθεί τόσο σε σχέση με το gaming όσο και γενικότερα. με διάφορες πρακτικές της καθημερινής κοινωνικής ζωής. Διαδικασίες που παραδοσιακά αναλαμβάνονταν από τον πολιτισμό (κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση και ιεράρχηση ανθρώπων, τόπων, αντικειμένων και ιδεών), αναλαμβάνονται πλέον από αλγορίθμους. Μια κίνηση που αλλάζει το πώς μέχρι πρότινος η κατηγορία πολιτισμός γινόταν κατανοητή, επιτελούταν και βιωνόταν.
Παράλληλα με αυτόν τον μετασχηματισμό προκύπτει και ένα σημαντικό επιστημολογικό ζήτημα. Η δυνατότητα των αλγορίθμων να κάνουν ή να προσομοιώνουν ότι κάνουν "πράγματα", η σχετική αυτονομία τους και η επιτελεστικότητα που ενσωματώνουν, το ότι δηλαδή μπορούν να κάνουν τις προαναφερθείσες εργασίες χωρίς να είναι απαραίτητη η ανθρώπινη επίβλεψη, διανοίγει το πεδίο για μια μεταανθρωπιστική ανθρωπολογία η οποία λαμβάνει υπόψη της και μη ανθρώπινους δρώντες (Latour, Actor-Network-Theory) και δεν προσλαμβάνει ως αποκλειστικό φορέα και πηγή νοηματοδότησης του κόσμου τον άνθρωπο. Κατ' επέκταση προκύπτουν και άλλα σημαντικά ζητήματα όπως οι μετασχηματισμοί αναφορικά με την έννοια της υπευθυνότητας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της συζήτησης που ξεκίνησε μετά τις αμερικανικές εκλογές σε σχέση με τις ψευδείς ειδήσεις, με την ευθύνη να αποδίδεται στους αλγορίθμους και όχι στις πολιτικές συγκεκριμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μηχανών αναζήτησης κ.λπ.
Φυσικά, αυτή η διαδικασία αποκεντροθέτησης του ανθρώπου δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος εξαφανίζεται και επικρατεί ο τεχνολογικός ντερμινισμός όπως σε ακραίες τεχνοφοβικές και τεχνο-ουτοπικές αφηγήσεις. Οι νέες αυτές διαδικασίες παραγωγής, ταξινόμησης, κατηγοριοποίησης και διαμοιρασμού γνώσης δεν είναι αναγώγιμες μόνο στους αλγορίθμους και στα μεγάλα δεδομένα αλλά στη συναρμογή τους με τους χρήστες. Μας ενδιαφέρει δηλαδή και το φαντασιακό των χρηστών αναφορικά με τους αλγορίθμους. Πώς νοηματοδοτούν οι χρήστες, για παράδειγμα, ότι κάποια πράγματα παρατίθενται στο newsfeed του facebook ενώ άλλα όχι, ή γιατί βλέπουν αυτή τη διαφήμιση και όχι μια άλλη;
Στην ανθρωπολογία χρησιμοποιούμε τη λέξη εθνογραφία για να αναφερθούμε τόσο στον τρόπο έρευνας (η επιτόπια έρευνα δηλαδή) όσο και στη μονογραφία που προκύπτει από την εθνογραφική έρευνα, ως αποκρυστάλλωσή της. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν αποτελεί σύμπτωση, αλλά αποδεικνύει το ιστορικό στάτους του έντυπου βιβλίου ως συμβόλου της "ολότητας" και "τελειότητας" της γνώσης. Αυτή η λογική "πυραμίδας" στην περίπτωση της ανθρωπολογίας συσκοτίζει και υποβαθμίζει τη σύνθετη κειμενικότητα και πολυμεσικότητα του ανθρωπολογικού αρχείου ενώ καθιερώνει, όπως στις περισσότερες ανθρωπιστικές επιστήμες, ένα μοντέλο γραμμικής μάθησης από το χαμηλότερο σκαλί μέχρι την πανεπιστημιακή έδρα. Ο βιβλιοκεντρισμός ως μοντέλο επικοινωνίας, έρευνας και δημοσίευσης (με βάση τη μυστικότητα, την κατοχή και το κλειστό κείμενο) επομένως διαμορφώνει κοινωνικές σχέσεις και ιεραρχίες τόσο στο εσωτερικό της ακαδημίας όσο και μεταξύ του πανεπιστημιακού χώρου και της ευρυτερης δημόσιας σφαίρας.
Tο "τέλος της μονογραφίας" μας προτρέπει να φανταστούμε πειραματικές πολυμεσικές ‘ενορχηστρώσεις’ των ποικίλων μορφών εθνογραφικής πληροφορίας που μέχρι στιγμής ήταν backstage (σημειώσεις πεδίου, οπτικοακουστικό υλικό) με πολλαπλούς πιθανούς αποδέκτες και σε επαφή με διάφορες τάσεις της ψηφιακής αφήγησης. Επιπλέον - και βασικότερο - στο βαθμό που η αναδιάταξη της κειμενικότητας συνεπάγεται την ανασυγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων, πιθανόν να επιτρέπει/προκαλεί την άναδυση νέων μορφών γνώσης.
Από την εμπειρία μας στο Τμήμα ΙΑΚΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το Εργαστήριο -- και αντίστοιχα η εγκατάλειψη της Τάξης (ως κατάλοιπο του φορντικού εργοστασιακού μοντέλου "αλυσίδας" της γνώσης -- "να μην αφήσουν κενά τα παιδιά, όπως λένε στο ελληνικό σχολείο) - αποτελεί το κλειδί για την επί της ουσίας και οργανική διασαλευση των ορίων μεταξύ "μαθήματος" και "έρευνας", μεταξύ "καθηγητή" και "φοιτητή", μεταξύ "μάθησης" και "δημιουργίας".
Από αυτόν τον χώρο, έχουν ξεπηδήσει θεσμοί όπως το Death Cafe και το Pelion Summer Lab for Cultural Theory and Experimental Humanities. Εκεί έχουν γραφτεί συνεργατικές εργασίες και φτιαχτεί ομαδικά βίντεο, εκεί έχουν σχεδιαστεί εθνογραφίες, ερευνητικά προγράμματα, εκεί επίσης έχουμε χορέψει μέχρι αργά και εκεί πίνουμε καφέ φοιτητές όλων των ετών, καθηγητές, απόφοιτοι, συνεργάτες. Δεν είναι αυτές οι κουβέντες του "διαδρόμου" που φθείρουν τη ζωή του πανεπιστημίου και μαυρίζουν την καρδιά, αλλά συζητήσεις συχνά απροσδόκητες που προκύπτουν σε τέτοιους χώρους-σταυροδρόμια.
Εκεί εν ολίγους "ρισκάρουμε" κάθε μέρα την αυθεντία μας και το (αυτόματο, μη κερδισμένο συνήθως) κύρος της θέσης μας για το άγνωστο και το απρόβλεπτο.
Στην εποχή των νέων δικτυωμένων μέσων, το πανεπιστήμιο δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή παραγωγής και διάδοσης γνώσης, πόσο μάλλον τον αρχειοφύλακά της. Δεδομένης της ύπαρξης ποικίλων διαδικτυακών κοινοτήτων συγκρότησης, συλλογής και δημοσιοποίησης πολιτισμικής γνώσης, καθώς επίσης και πρακτικών πληθοπορισμού (crowdsourcing) και νέων μορφών συνεργατικής σήμανσης και κατηγοριοποίησης της πληροφορίας «από τα κάτω» (hashtag, folksonomies , wiki) καλούμαστε να συνδιαλαγούμε κριτικά -και όχι με ελιτίστικο τρόπο - με τις προαναφερθείσες διαδικασίες.
Πώς για παράδειγμα οι διάφορες κοινότητες πρακτικής παράγουν γνώση (ακόμα και αυστηρά επιστημονική γνώση όπως το theorycrafting) και πώς μέσω της απόδοσης μεταδεδομένων (περιγραφές εικόνων, γραπτών κειμένων, βίντεο, ήχου) οδηγούν στην ανάδυση νέων κατηγοριών γνώσης. Πώς αυτοί οι νέοι όροι των χρηστών μας δείχνουν τους τρόπους με τους οποιούς αντιλαμβάνονται διάφορα πολιτισμικά έργα και φαινόμενα, ποιες πολιτισμικές και πολιτικές προτιμήσεις και προκαταλήψεις αναδύονται;
Στο πλαίσιο της νέας γνωσιακής οικονομίας, από τα wiki στα fandom, τα όρια μεταξύ ακαδημαϊκής και μη ακαδημαϊκής παραγωγής γνώσης διαβρώνονται. Αυτή η παραγωγή κάνει την εικόνα του μοναχικού επιστήμονα να φαίνεται αν όχι γραφική, τουλάχιστον αναποτελεσματική, προτρέποντας μας να τολμήσουμε - μεταξύ άλλων - την κοινωνική ανάγνωση και σχολιασμό (social annotation), τη συνεργατική γραφή, τις ανοικτές σημειώσεις πεδίου, την παρουσίαση της σκέψης μας όταν αποτελεί work-in-progress. Αυτή η παραγωγή - ιδιαίτερα στην περίπτωση του fan culture - επίσης εκθέτει τη σοβαροφάνεια του ακαδημαϊκού λόγου που για τόσα χρόνια απώθησε από την επιστημονική έρευνα την προσωπική εμπειρία, την εμπλοκή και το κίνητρο.
Μας προκαλεί εν ολίγοις να οραματιζόμαστε νέες μορφές παραγωγής γνώσης, καθώς και διαδικασίες feedback και αναστοχασμού, σε συνεργασία με τους συνομιλητές/τριές μας και άλλα ετερόκλητα ακροατήρια.
Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι συνεχίζουμε να βλέπουμε την ανθρωπολογία ως όχημα πολιτισμικής κριτικής. Συνεπώς μας προβληματίζει η νεοθετικιστική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία τα μεγάλα δεδομένα και οι τεχνικές εξόρυξης τους θεωρούνται σημαντικά, ενώ οι ποιοτικές μεθοδολογίες υποβαθμίζονται. Ανθρωπολόγοι όπως ο Tom Boellstroff και η Bonnie Nardi έχουν ασκήσει κριτική σε αυτή την αντίληψη. Άλλοι ερευνητές και ερευνήτριες εστιάζουν σε αυτό που ονομάζουν μυθολογική πτυχή των μεγάλων δεδομένων. Πιο συγκεκριμένα, με τους όρους data fundamentalism και algorithmic illusion ερευνήτριες όπως η danah boyd και η Kate Crawford αναφέρονται στον μύθο περί της αντικειμενικότητας και της μη προκατάληψης που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τα μεγάλα δεδομένα, ενώ ο Tarleton Gillespie σημειώνει ότι τα συμπεράσματα που παράγονται από αλγορίθμους αποκτούν αυτομάτως τεράστια αξιοπιστία όπως η στατιστική στην επιστήμη (Αλγόριθμος/εθνογραφία - ποσοτικοποίηση/ερμηνεία).
Κριτική της ερευνητικής ομάδας Ippolita: "Φαίνεται σαν να μην χρειαζόμαστε πλέον ούτε θεωρίες ούτε πρακτικές που να στηρίζονται στις πεποιθήσεις και στις εμπειρίες ζωής των ανθρώπων. Η κατάσταση της γνώσης μετασχηματίζεται, επειδή τα σχήματα και οι αριθμοί μοιάζουν να μιλούν από μόνα τους. Η γνώση αναδύεται από τα μεγάλα δεδομένα ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη και επιβάλλεται ως βεβαιότητα. Δεν διαμορφώνουμε πλέον λόγους. Τα δεδομένα είναι αυτά που έχουν πάντοτε τον τελευταίο λόγο."
Προτείνουμε λοιπόν μια κριτική προσέγγιση (κριτικές ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες) με δυνατότητες αναστοχασμού πάνω στα ίδια τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε και στις συνθήκες παραγωγής γνώσης. Σε αυτό το σημείο μιλάμε βασισμένοι αφενός στη συμμετοχή μας σε project στα οποία έχουμε συνεργαστεί όπως τα Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα και τα πολυμεσικά συγγράμματα της δράσης Κάλιππος (δηλαδή σε προγράμματα εντός της ελληνικής συνθήκης στην τρέχουσα δεκαετία της κρίσης) και, αφετέρου με βάση βιβλιογραφικές αναφορές. Μέσω της δικής μας εμπειρίας καθίσταται σαφές ότι το κυρίαρχο σχήμα των ερευνητικών πρότζεκτ στο πλαίσιο των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών συνεπάγεται, συχνά, θέσεις εργασιακής επισφάλειας τεχνικού και ακαδημαϊκού προσωπικού, ενώ παράλληλα έχουμε την αίσθηση ότι οι πιθανότητες χρηματοδότησης μιας έρευνας αυξάνονται δραματικά όταν η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί σχετίζεται με τα μεγάλα δεδομένα και όταν προτείνονται τεχνικού χαρακτήρα παραδοτέα. Επιπλέον, βιβλιογραφικές πηγές που αφορούν κυρίως στην αμερικανική συνθήκη επισημαίνουν την ανάδυση αφοριστικών θέσεων του τύπου "αν δεν ξέρεις κώδικα το να έχεις απλώς ένα blog δεν σε κάνει digital humanist" και την ακραία διάκριση ανάμεσα σε παραγωγή και κριτική.